- σανδαράκινος
- -η, -ον, Ααυτός που έχει το χρώμα τής σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σανδαράκινον — σανδαράκινος of orange colour masc acc sg σανδαράκινος of orange colour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαρακίνη — σανδαράκινος of orange colour fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαρακίνην — σανδαράκινος of orange colour fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαράκινοι — σανδαράκινος of orange colour masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανδαραχώδης — ῶδες, Α [σανδαράχη / σανδαράκη] σανδαράκινος* … Dictionary of Greek